κακουργία

κακουργία
η (AM κακουργία, Α επικ. τ. κακοεργία, δ. αττ. τ. κακοεργία) [κακούργος]
το να κάνει κάποιος το κακό, το να προκαλεί βλάβη («ἐπὶ κακουργίᾳ καὶ οὐκ ἀρετῆ ἐπετήδευσαν», Θουκ.)
νεοελλ.
σκληρή και απάνθρωπη πράξη, κακούργημα
μσν.-αρχ.
πληθ. αἱ κακουργίαι
κακές, ανήθικες πράξεις, δολιότητες, απάτες
αρχ.
1. αδίκημα, επιβλαβής ενέργεια εναντίον άλλου
2. (ο αττ. τ.) κακοεργία
κακή ποιότητα εργασίας
3. πληθ. αἱ κακουργίαι
κακά, επιβλαβή αποτελέσματα («ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακούργίας», Διοσκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κακουργία — κᾱκουργί̱ᾱ , κακουργία wickedness fem nom/voc/acc dual κᾱκουργί̱ᾱ , κακουργία wickedness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακουργίᾳ — κᾱκουργί̱ᾱͅ , κακουργία wickedness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοεργία — κᾱκοεργί̱ᾱ , κακουργία wickedness fem nom/voc/acc dual (epic) κᾱκοεργί̱ᾱ , κακουργία wickedness fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοεργίας — κᾱκοεργί̱ᾱς , κακουργία wickedness fem acc pl (epic) κᾱκοεργί̱ᾱς , κακουργία wickedness fem gen sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακουργίας — κᾱκουργί̱ᾱς , κακουργία wickedness fem acc pl κᾱκουργί̱ᾱς , κακουργία wickedness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακακούργητος — ἀκακούργητος, ον (AM) [κακουργῶ] μσν. 1. αυτός που δεν έχει υποστεί κακουργία 2. ο άδολος, ο απλός αρχ. ο αβλαβής …   Dictionary of Greek

  • κακοεργία — κακοεργία, ἡ (Α) βλ. κακουργία …   Dictionary of Greek

  • κακουργιοδίκης — ο δικαστής κακουργιοδικείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακουργία + δίκης (< δίκη), πρβλ. αγωνο δίκης, ειρηνο δίκης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • κακούργικος — η, ο (Α κακουργικός, ή, όν) [κακούργος] αυτός που αναφέρεται σε κακούργο ή προέρχεται από κακούργο, από ένστικτα κακούργα, κακούργος, εγκληματικός αρχ. αυτός που επιφέρει κακουργία, βαριά βλάβη εναντίον άλλου («κακουργικὰ ἀδικήματα», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • κακούργος — α, ο και ικο (AM κακοῡργος, ον, Α ποιητ. τ. κακοεργής, ές και κακοεργός, όν) 1. ως ουσ. ο κακούργος, η κακούργα, το κακούργο και κακούργικο ένοχος κακουργήματος, κακοποιός, εγκληματίας («ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”